ντιγέστος

ντιγέστος
ντιγέστος, ὁ, και ντιγέστα ή δίγεστα, τὰ
(Μ)
πανδέκτης τού Ιουστινιανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. digesto < λατ. digesta, -orum «πανδέκτες»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”